συγκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. εγκαθιστώ κάτι κάπου μαζί με άλλους («ὑπολειφθεὶς κατέπλευσεν εἰς Πειραιᾱ μόνος καὶ οὐ συγκατέστησε τὸν στόλον μετὰ τῶν ἄλλων τριηραρχῶν», Δημοσθ.) 2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («τόν δε τὸν Διὸς φίλον τὸν ξυγκαταστήσαντα τὴν τυραννίδα»,… … Dictionary of Greek
συγκαταστήσῃ — συγκαθίστημι join in bringing back aor subj mid 2nd sg συγκαθίστημι join in bringing back aor subj act 3rd sg συγκαθίστημι join in bringing back fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθισταμένων — συγκαθίστημι join in bringing back pres part mp fem gen pl συγκαθίστημι join in bringing back pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθιστᾶσιν — συγκαθίστημι join in bringing back pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) συγκαθίστημι join in bringing back pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθιστῇ — συγκαθίστημι join in bringing back pres subj mp 2nd sg συγκαθίστημι join in bringing back pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταστησάντων — συγκαθίστημι join in bringing back aor part act masc/neut gen pl συγκαθίστημι join in bringing back aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταστῇ — συγκαθίστημι join in bringing back aor subj mid 2nd sg συγκαθίστημι join in bringing back aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταστήσαντα — συγκαθίστημι join in bringing back aor part act neut nom/voc/acc pl συγκαθίστημι join in bringing back aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατέστησαν — συγκαθίστημι join in bringing back aor ind act 3rd pl συγκαθίστημι join in bringing back aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκατέστησε — συγκαθίστημι join in bringing back aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθεστῶτας — συγκαθίστημι join in bringing back perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)